πόνος

πόνος
πόνος, , ([etym.] πένομαι)
A work, esp. hard work, toil, in Hom. mostly of the toil of war, μάχης π. the toil of battle, Il.16.568; πόνος alone, = μάχη, 6.77, Od.12.117, al.; πόνον ἔχειν, = μάχεσθαι, Il.6.525, cf. 13.2, al.;

ἀνδράσι δυσμενέεσσι π. καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158

;

π. ἀνδρῶν Thgn.987

;

πόνοι Ἐνυαλίου Pi.I.6(5).54

; ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ πολέμαρχος διαφθείρεται in this struggle (at Marathon), Hdt.6.114;

ἐν τοῖσι Τρωϊκοῖσι π. Id.9.27

.
2 generally, toil, labour,

ἐπεὶ παύσαντο πόνου Il.1.467

, al.; π. ὀρνίθεσσι τιθείη cause toil to them, Hes.Op.470; π. λαβόντας incurring toil, Hdt.7.24
;

π. παρέχειν μανθάνοντι Pl.R. 526c

; μάταιος π. labour in vain, Id.Ti.40d;

οἱ κατὰ τὰ σώματα π. Id.Plt.294e

;

π. συνεχής Democr.241

;

πολλῷ π. A.Pers.509

;

μετὰ πολλοῦ π. Pl.Sph.230a

;

σὺν π. X.Cyn.9.6

;

οὐ μακρῷ π. A.Pr.75

;

ἄνευ π. X.Mem.2.6.22

; ἔχει πόνον πολύν involves much trouble, Ar.Pax 1216 (also εἰνάλιον π. ἐχοίσας σκευᾶς when the tackle labours in the sea, Pi.P.2.79): pl.,

π. ἑκούσιοι Democr.240

.
3 of special kinds of labour, bodily exertion, exercise,

στρατιωτικοὶ π. X.Cyr.3.3.9

; of exertions in the games, Hes.Sc.305, Pi.N.4.1, l.4(3).47, etc.; γυμνάσια . . , νεανιᾶν (prob.) πόνον the scene of youthful labours,
E.Hel.211 (lyr.);

εἰναλίοισι πόνοισι Theoc.21.39

.
4 work, task, business,

ἐπεὶ π. ἄλλος ἔπειγεν Od.11.54

; enterprise, undertaking, S.Ph.864 (lyr.), etc.
5 implements for labour, stock-in-trade,

οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόνος Theoc.21.14

; καὶ πόνος ἐντὶ θάλασσα the sea is their workshop, Mosch.Fr.1.10.
II stress, trouble, distress, suffering, Il.19.227;

Τρώεσσι πόνον καὶ κήδε' ἔθηκεν 21.525

;

ἦ μὴν καὶ π. ἐστὶν . . 2.291

; ἐν τούτῳ τῷ π., of a storm, Hdt.7.190; ὁ Μηδικὸς [π.] the trouble from the Medes, Id.4.1;

παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί Pi.N.10.78

: freq. in Trag.,

πόνος πόνῳ πόνον φέρει S.Aj.866

(lyr.);

πόνον ἔχειν Id.OC232

(lyr.), etc.: in pl., sufferings, A.Pr.66, 328, etc.; πόνους πονεῖν (cf.

πονέω B.1.2

);

διά τινα πόνους ἔχειν Ar.Ec. 975

(lyr.); also of disease,

κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Th.2.49

;

πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος Dsc.1.2

; ἰσχίων π. καὶ πλευρᾶς ib. 73.
2 pain, esp. physical,

δύο π. ἅμα γενομένων, μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον, ὁ σφοδρότερος ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον Hp.Aph.2.46

, cf. Erot. s.v. πόνοι, Gal.17(2).699;

π. ἐν κεφαλῇ Hp.

Acut.(Sp.) 40;

ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Id.Aph.4.44

,45, cf. Sor.1.27, al.;

π. ἐς ἀμφοτέρας κνήμας Hp. Epid.1.26

.γ, cf. δ, al., LXX Ge.34.25; distd. from λύπη (pain in general), Alex.Aphr.Quaest.125.33; but sts. = λύπη, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.Vat.4, Fr.442, Phld.Mus.p.72K.
III anything produced by work, a work, μελισσᾶν τρητὸς π., of honey, Pi.P.6.54;

ὑψηλὸς τεκτόνων π. A.Fr.357

, cf. E.Or.1570; ὁ ἐμὸς ὠδίνων π., of a child, Id.Ph.30; so, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες, i.e. the nestlings, A.Ag.54 (anap.); τοὺς ἡμετέρους π. the fruits of our labour, X.An.7.6.9.
IV Πόνος personified as son of Eris, Hes.Th.226.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πόνος — work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του …   Dictionary of Greek

  • μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος …   Dictionary of Greek

  • πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πόνε — πόνος work masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοις — πόνος work masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”